saynète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
saynète | saynètes |
saynète (fr) θηλυκό
- το θεατρικό μονόπρακτο έργο μικρής διάρκειας και με λίγους ηθοποιούς