scénariste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- scénariste < scénario
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /se.na.ʁist/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scénariste | scénaristes |
scénariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η σεναριογράφος