scaling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈskeɪlɪŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scaling scalings

scaling (en)

  1. απολέπιση, ξελέπισμα, αφαίρεση των λεπιών
  2. αλλαγή κλίμακας, κλιμακοθέτηση, κλιμακοθεσία [1]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

scaling (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «scaling» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.