Μετάβαση στο περιεχόμενο

scalp

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scalp (en)

  • το πάνω μέρος του κρανίου (σε κρανίο που έχει δέρμα), το σκαλπ