scan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | scan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scans |
αόριστος | scanned |
παθητική μετοχή | scanned |
ενεργητική μετοχή | scanning |
Ρήμα
[επεξεργασία]scan (en)
- (μεταβατικό) κοιτάζω κάτι ερευνητικά
- ↪ He scanned the horizon.
- Κοίταξε ερευνητικά τον ορίζοντα.
- ≈ συνώνυμα: scrutinize
- ↪ He scanned the horizon.
- (μεταβατικό, τεχνολογία, πληροφορική) σαρώνω, ψηλαφώ έντυπο ή άλλο αντικείμενο δια φωτεινής ακτινοβολίας και το αναπαριστάνω ψηφιακά
- ↪ With the app you can scan images or documents and save them to your computer.
- Με την εφαρμογή θα μπορείτε να σαρώνετε εικόνες ή έγγραφα και να τα αποθηκεύετε στον υπολογιστή σας.
- ↪ With the app you can scan images or documents and save them to your computer.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- scan - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω