Μετάβαση στο περιεχόμενο

scary

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός scary
συγκριτικός scarier
υπερθετικός scariest

Επίθετο

[επεξεργασία]

scary (en)

  • (ανεπίσημο) τρομακτικός
      The scary teacher is very strict.
    Η τρομακτική καθηγήτρια είναι πολύ αυστηρή.
      It’s scary what the chemist discovered.
    Είναι τρομακτικά αυτά που ανακάλυψε η χημικός.