scatologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scatologique | scatologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
scatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
scatologique | scatologiques |
scatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό