scatophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- scatophage < αρχαία ελληνική σκατοφάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scatophage | scatophages |
scatophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό