scatophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

scatophage < αρχαία ελληνική σκατοφάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skatɔfaʒ/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
scatophage scatophages

scatophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό