scenery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

scenery (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το τοπίο, η θέα, τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής, όπως βουνά, κοιλάδες, ποτάμια και δάση
    mountain scenery - ορεινά τοπία
    The scenery along the banks of the Thames is beautiful.
    Τα τοπία κατά μήκος των όχθων του Τάμεση είναι πολύ όμορφα.
    He stopped to admire the scenery.
    Σταμάτησε να θαυμάσει το τοπίο/τη θέα.
  2. τα σκηνικά, το βαμμένο φόντο που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει φυσικά χαρακτηριστικά ή κτίρια σε μια σκηνή θεάτρου
    A renowned set designer made the scenery and the costumes.
    Γνωστός σκηνογράφος έκανε τα σκηνικά και τα κουστούμια.

Πηγές[επεξεργασία]