schismatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʃis.ma.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
schismatique | schismatiques |
schismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό