schizothymia
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- schizothymia < (λόγιο δάνειο) γερμανική Schizothymie < αρχαία ελληνική σχίζω + θυμός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌskɪtsəʊˈθaɪmɪə/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]schizothymia (en)