schowek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | schowek | schowki |
γενική | schowka | schowków |
δοτική | schowkowi | schowkom |
αιτιατική | schowek | schowki |
οργανική | schowkiem | schowkami |
τοπική | schowku | schowkach |
κλητική | schowku | schowki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
schowek (pl) αρσενικό
- (γενικότερα) κάτι στο οποίο μπορεί κάποιος να βάλει πράγματα
- (ειδικότερα) το ντουλάπι
- (πληροφορική) το πρόχειρο