schwedisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʃveːdɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : schwe‐disch
Επίθετο[επεξεργασία]
schwedisch (de)
Πηγές[επεξεργασία]
- schwedisch - Duden online.