sciencing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sciencing (en)
επιστημόνιση (δημώδες σε ελληνικά κι αγγλικά)

  1. επιστημονικές επιτυχίες ή προσπάθειες
  2. ενασχόληση με την επιστήμη
  3. επιστημονικός προσδιορισμός-επαναδιατύπωση