sciigo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciigo | sciigoj |
αιτιατική | sciigon | sciigojn |
sciigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciigo | sciigoj |
αιτιατική | sciigon | sciigojn |
sciigo (eo)