Μετάβαση στο περιεχόμενο

scissors

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
scissors scissors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scissors (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

scissors (en)