Μετάβαση στο περιεχόμενο

scold

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: scald
ενεστώτας scold
γ΄ ενικό ενεστώτα scolds
αόριστος scolded
παθητική μετοχή scolded
ενεργητική μετοχή scolding

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skəʊld/

scold (en)