scold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | scold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scolds |
αόριστος | scolded |
παθητική μετοχή | scolded |
ενεργητική μετοχή | scolding |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
scold (en)