scrap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: scrape

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skɹæp/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

scrap (en)

  1. κομμάτι, θραύσμα
  2. ρίνισμα

Ρήμα[επεξεργασία]

scrap (en)

  1. διαλύω κάτι (άχρηστο) σε κομμάτια
  2. πετάω κάτι άχρηστο