scrape

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: scrap

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skɹeɪp/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας scrape
γ΄ ενικό ενεστώτα scrapes
αόριστος scraped
παθητική μετοχή scraped
ενεργητική μετοχή scraping

scrape (en)

  1. σέρνω ένα αιχμηρό εργαλείο πάνω σε κάτι ασκώντας πίεση, ξύνω
  2. γδέρνω (τραυματίζω ξύνοντας)
    I scraped my hand - έγδαρα το χέρι μου
  3. (πληροφορική) αποσπώ δεδομένα επεξεργάζοντας με υπολογιστή αρχεία που προορίζονται για ανάγνωση από τον άνθρωπο, όπως οι ιστοσελίδες (web pages)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]