scrape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | scrape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scrapes |
αόριστος | scraped |
παθητική μετοχή | scraped |
ενεργητική μετοχή | scraping |
scrape (en)
- σέρνω ένα αιχμηρό εργαλείο πάνω σε κάτι ασκώντας πίεση, ξύνω
- γδέρνω (τραυματίζω ξύνοντας)
- ↪ I scraped my hand - έγδαρα το χέρι μου
- (πληροφορική) αποσπώ δεδομένα επεξεργάζοντας με υπολογιστή αρχεία που προορίζονται για ανάγνωση από τον άνθρωπο, όπως οι ιστοσελίδες (web pages)