screening

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
screening screenings

screening (en)

  1. η προβολή ταινίας
    There are two screenings daily at the cinema.
    Γίνονται δυο προβολές καθημερινά στο σινεμά.
     συνώνυμα: showing
  2. η εξέταση, προληπτικό τσεκάπ (χωρίς να υπάρχει ένδειξη νόσου)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

screening (en)

Πηγές[επεξεργασία]