sculpt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sculpt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sculpts |
αόριστος | sculpted |
παθητική μετοχή | sculpted |
ενεργητική μετοχή | sculpting |
Ρήμα
[επεξεργασία]sculpt (en)
- σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, φτιάχνω φιγούρες ή αντικείμενα σκαλίζοντας ή διαμορφώνοντας ξύλο, πέτρα, πηλό, μέταλλο, μάρμαρο κτλ.