scurry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | scurry |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | scurries |
| αόριστος | scurried |
| παθητική μετοχή | scurried |
| ενεργητική μετοχή | scurrying |
Ρήμα
[επεξεργασία]scurry (en)
- πιλαλώ ταχέως με μικρούς διασκελισμούς (συχνά για μικρό ζώο όμως χρησιμοποιείται και για ανθρώπους), κινούμαι-περπατώ γρήγορα, γοργοπερπατώ
- φεύγω τρέχοντας με ελαφρά πηδήματα, ορμώ, σπεύδω