se débrouiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sə·de.bʁu.je/
Ρήμα[επεξεργασία]
se débrouiller (fr)
- ξεφεύγω από μια δύσκολη και μπερδεμένη κατάσταση
- (οικείο) τα βγάζω πέρα, ξεμπερδεύομαι