se déranger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se déranger (fr)
- ενοχλούμαι
- ne vous dérangez pas pour moi - μην ενοχλείστε για μένα
- μετακινούμαι, φεύγω από τη συνηθισμένη μου δουλειά για να λύσω κάποιο πρόβλημα, να εκπληρώσω κάποιο σκοπό
- j'ai dû me déranger pour résoudre son problème - αναγκάστηκα να πάω (κάπου) για να λύσω το πρόβλημά του