se mêler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se mêler < mêler
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se mêler (fr)
- ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, γίνομαι λιγότερο καθαρός
- se mêler de: ανακατεύομαι με κάτι, ασχολούμαι, επεμβαίνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη mêler