se maquiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se maquiller < maquiller
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sə·ma.ki.je/
Ρήμα[επεξεργασία]
se maquiller (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη maquiller