réveiller
(Ανακατεύθυνση από se réveiller)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
réveiller (fr)
- (μεταβατικό) ξυπνώ κάποιον
- réveille-moi à sept heures - ξύπνα με στις εφτά
- (pronominal: αντωνυμικό) ξυπνώ
- je me suis réveillé à sept heures - ξύπνησα στις εφτά