Μετάβαση στο περιεχόμενο

seasonal

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός seasonal
συγκριτικός more seasonal
υπερθετικός most seasonal

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
seasonal < season + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

seasonal (en)

  • εποχιακός, εποχικός, της εποχής
      seasonal unemployment - εποχική ανεργία
      seasonal fluctuations/businesses - εποχικές διακυμάνσεις/δουλειές
      seasonal fruits/vegetables - φρούτα/λαχανικά εποχής