seat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

seat (en)

  1. κάθισμα
  2. έδρα στη Βουλή, σε ένα διοικητικό συμβούλιο κ.λπ
  3. η έδρα ενός οργανισμού

Ρήμα[επεξεργασία]

seat (en)

  1. κάθομαι
  2. εδρεύω, εδράζομαι