seat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
seat seats

seat (en)

  1. το κάθισμα
    They all tried to squeeze into the front seats.
    Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
  2. έδρα στη Βουλή, σε ένα διοικητικό συμβούλιο κτλ.
  3. η έδρα ενός οργανισμού
  4. ο πάτος, το μέρος μιας καρέκλας στο οποίο κάθομαι
    the seat of a chair - ο πάτος της καρέκλας
    I put a new seat on a chair.
    Βάζω νέο πάτο σε μια καρέκλα.
  5. (επίσημο) ο πάτος, η έδρα, το μέρος του σώματος
    a person’s seat - ο πάτος ενός ανθρώπου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buttock

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας seat
γ΄ ενικό ενεστώτα seats
αόριστος seated
παθητική μετοχή seated
ενεργητική μετοχή seating

seat (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) κάθομαι, δίνω σε κάποιον θέση να καθίσει ή κάθομαι σε ένα μέρος
    Please, be seated!
    Παρακαλώ, καθήστε!
    There is nowhere to be seated.
    Δεν έχει που να καθήσεις.
    We were seated for hours and I am stiff.
    Καθήσαμε ώρες και πιάστηκα.
  2. (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετές θέσεις για συγκεκριμένο αριθμό ατόμων
    This hall seats 1,000 people.
    Αυτή η αίθουσα χωράει/παίρνει 1.000 ανθρώπους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fit
  3. (μεταβατικό) εδρεύω, εδράζομαι
    The Scottish Government is seated in Edinburgh.
    Η Σκωτική Κυβέρνηση εδρεύει στο Εδιμβούργο.
    The Court of Appeals is seated in Patras.
    Το Εφετείο εδρεύει στην Πάτρα.

Πηγές[επεξεργασία]