secăciune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
secăciune (ro) θηλυκό
- η ξηρότητα
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του secăciune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o secăciune | secăciunea | nişte secăciuni | secăciunile |
γενική | a unei secăciuni | secăciunii | a unor secăciuni | secăciunilor |
δοτική | a unei secăciuni | secăciunii | a unor secăciuni | secăciunilor |
αιτιατική | o secăciune | secăciunea | nişte secăciuni | secăciunile |
κλητική | — | - | — | - |