second-hand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)
- (για αντικείμενα) από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
- (για πωλητές) που ασχολείται με το εμπόριο μεταχειρισμένων
Επίρρημα[επεξεργασία]
second-hand (en) (χωρίς παραθετικά)
- (συχνά κακόσημο) από δεύτερο χέρι, με έμμεσο τρόπο
- ↪ I learned the information second-hand.
- Έμαθα τις πληροφορίες από δεύτερο χέρι.
- ↪ I learned the information second-hand.