secondhand
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]secondhand (en) και second-hand
- (για αντικείμενα) από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
- (για πωλητές) που ασχολείται με το εμπόριο μεταχειρισμένων
secondhand (en) και second-hand