secouriste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
secouriste secouristes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

secouriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που έχει παρακολουθήσει ειδική μόρφωση για να παρέχει τις πρώτες βοήθειες

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη secourir