secretary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
secretary | secretaries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
secretary (en)
- ο/η γραμματέας
- σεκρετέρ, τύπος γραφείου
- είδος πουλιού (Sagittarius serpentarius)