sedentary
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]sedentary < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική sédentaire < λατινική sedentarius < sedeo
Επίθετο
[επεξεργασία]sedentary (en)
- καθιστικός
- a sedentary job
- που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός