Μετάβαση στο περιεχόμενο

sediment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sediment sediments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sediment (en)

  1. το ίζημα
  2. το κατακάθι
      coffee sediment - κατακάθια καφέ
     συνώνυμα: coffee grounds