segmental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | segmental | segmentaux |
θηλυκό | segmentale | segmentales |
Επίθετο[επεξεργασία]
segmental (fr)
- σχετικός με ένα τμήμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη segment