sekurŝranko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekurŝranko | sekurŝrankoj |
αιτιατική | sekurŝrankon | sekurŝrankojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.kuɾˈʃɾan.ko/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sekurŝranko (eo)