selective

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός selective
συγκριτικός more selective
υπερθετικός most selective

Επίθετο

[επεξεργασία]

selective (en)

  1. εκλεκτικός, επιλεκτικός, που επηρεάζει ή συνεπάγεται μόνο έναν μικρό αριθμό ανθρώπων ή πραγμάτων από μια μεγαλύτερη ομάδα
    ⮡  selective action of a drug - εκλεκτική δράση ενός φαρμάκου
    ⮡  selective breeding - επιλεκτική αναπαραγωγή
    ⮡  selective economic advantage - επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα
  2. εκλεκτικός, επιλεκτικός, κλειστός, που είναι πολύ αυστηρός και απαιτητικός στις προτιμήσεις του
    ⮡  She is very selective about choosing her guests.
    Είναι πολύ εκλεκτική με τους καλεσμένους της.
    ⮡  a selective memory - επιλεκτική μνήμη
    ⮡  The profession is selective.
    Το επάγγελμα είναι κλειστό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious