selective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | selective |
συγκριτικός | more selective |
υπερθετικός | most selective |
Επίθετο
[επεξεργασία]selective (en)
- εκλεκτικός, επιλεκτικός, που επηρεάζει ή συνεπάγεται μόνο έναν μικρό αριθμό ανθρώπων ή πραγμάτων από μια μεγαλύτερη ομάδα
- ⮡ selective action of a drug - εκλεκτική δράση ενός φαρμάκου
- ⮡ selective breeding - επιλεκτική αναπαραγωγή
- ⮡ selective economic advantage - επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα
- εκλεκτικός, επιλεκτικός, κλειστός, που είναι πολύ αυστηρός και απαιτητικός στις προτιμήσεις του
- ⮡ She is very selective about choosing her guests.
- Είναι πολύ εκλεκτική με τους καλεσμένους της.
- ⮡ a selective memory - επιλεκτική μνήμη
- ⮡ The profession is selective.
- Το επάγγελμα είναι κλειστό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ⮡ She is very selective about choosing her guests.