selectively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
selectively (en)
- he was selectively using footage to back his claims - χρησιμοποιούσε επιλεκτικά βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του