semblance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
semblance (en), some semblance of (en)
- επιφανειακή ομοιότητα, επιδερμική ομοιότητα, που μοιάζει (συνήθως επιφανειακά), ομοιότητα (συνήθως επιφανειακή)
- επίφαση, που φέρνει κάπως σε κάποιον ή κάτι αλλά δεν είναι αυτό(ς) ούτε είναι εγγενώς-ουσιωδώς όμοιο(ς)
- μία ψευδαίσθηση εκπλήρωσης που όμως αποτελεί επιφανειακή μίμηση επίτευξης του στόχου μας
- επίφαση, που φέρνει κάπως σε κάποιον ή κάτι αλλά δεν είναι αυτό(ς) ούτε είναι εγγενώς-ουσιωδώς όμοιο(ς)