semester

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
semester semesters

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

semester (en)

  • το εξάμηνο
    This History is for the fourth semester.
    Η Ιστορία αυτή είναι για το τέταρτο εξάμηνο.

Πηγές[επεξεργασία]