seminal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
seminal (en)
- σημαίνων, σημαντικός
- που επηρεάζει τους μετέπειτα
- σπερματικός