seminal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

seminal <seminatοr=σπορέας >semen, σπόρος, σπέρμα

Επίθετο[επεξεργασία]

seminal (en)

  1. σημαίνων, σημαντικός
  2. που επηρεάζει τους μετέπειτα
  3. σπερματικός