sempiternellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sempiternellement < sempiternel
Επίρρημα[επεξεργασία]
sempiternellement (fr)
- συνεχώς και μονότονα, ακατάπαυστα
sempiternellement (fr)