Μετάβαση στο περιεχόμενο

sen

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sen sens

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sen < ιαπωνική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛn/
ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sen (fr) αρσενικό

  • υποδιαίρεση του ιαπωνικού νομίσματος, καθώς και άλλων κρατών της Άπω Ανατολής



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

sen (eo)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /sɛ̃n/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sen (pl) αρσενικό

  1. ο ύπνος
  2. το όνειρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sen < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰾𐰤 (sen, εσύ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sen/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

sen (tr)

Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
ΠτώσηΑ' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ονομαστικήbenseno
αιτιατικήbenisenionu
δοτικήbanasanaona
τοπικήbendesendeonda
αφαιρετικήbendensendenondan
κτητικήbenimseninonun
πληθυντικός
ονομαστικήbizsizonlar
αιτιατικήbizisizionları
δοτικήbizesizeonlara
τοπικήbizdesizdeonlarda
αφαιρετικήbizdensizdenonlardan
κτητικήbizimsizinonların

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sen (cs) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]