sendependeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sendependeco < sen (χωρίς, δίχως) + dependenco (εξάρτηση}
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sendependeco | sendependecoj |
αιτιατική | sendependecon | sendependecojn |
sendependeco (eo)