senfamulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senfamulo | senfamuloj |
αιτιατική | senfamulon | senfamulojn |
senfamulo (eo)
- ο ανώνυμος