senhonteco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senhonteco | senhontecoj |
αιτιατική | senhontecon | senhontecojn |
senhonteco (eo)
- la ekstremo de senhonteco - το άκρον άωτον της αδιαντροπιάς