sensational
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | sensational |
συγκριτικός | more sensational |
υπερθετικός | most sensational |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sensational (en)
- εντυπωσιακός, που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, ενθουσιασμό ή ενδιαφέρον
- ↪ sensational news - εντυπωσιακές ειδήσεις
- ↪ a sensational success/victory - εντυπωσιακή επιτυχία/νίκη
- (κακόσημο) πολύκροτος, που προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον μου παρουσιάζοντας τα γεγονότα ως χειρότερα ή πιο σκανδαλιστικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα
- ↪ a sensational trial - πολύκροτη δίκη
- ↪ a sensational book/article - πολύκροτο βιβλίο/άρθρο
- (ανεπίσημο) εντυπωσιακός, εξαιρετικά καλό
- ↪ a sensational beauty - εντυπωσιακή ομορφία
- ↪ sensational achievements - εντυπωσιακά επιτεύγματα
Πηγές[επεξεργασία]
- sensational - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 298, 723. ISBN 9780194325684., λήμμα: εντυπωσιακός, πολύκροτος