sensational

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός sensational
συγκριτικός more sensational
υπερθετικός most sensational

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sensational < sensation + -al

Επίθετο[επεξεργασία]

sensational (en)

  1. εντυπωσιακός, που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, ενθουσιασμό ή ενδιαφέρον
    sensational news - εντυπωσιακές ειδήσεις
    a sensational success/victory - εντυπωσιακή επιτυχία/νίκη
  2. (κακόσημο) πολύκροτος, που προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον μου παρουσιάζοντας τα γεγονότα ως χειρότερα ή πιο σκανδαλιστικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα
    a sensational trial - πολύκροτη δίκη
    a sensational book/article - πολύκροτο βιβλίο/άρθρο
  3. (ανεπίσημο) εντυπωσιακός, εξαιρετικά καλό
    a sensational beauty - εντυπωσιακή ομορφία
    sensational achievements - εντυπωσιακά επιτεύγματα

Πηγές[επεξεργασία]