Μετάβαση στο περιεχόμενο

sensiblerie

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sensiblerie sensibleries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sensiblerie (fr) θηλυκό

  1. γλυκερότητα
  2. υπερευαισθησία